ξάπλα

ξάπλα
η
1. νωχελική αναπαυτική κατάκλιση
2. ανάπαυση, ξεκούραση («με μάσες και ξάπλες περνάει όλη τη μέρα της»)
3. διάθεση, συνήθεια για ανάπαυση, για αδράνεια
4. (ως επίρρ.) σε κατάκλιση, ξαπλωτά («κάθεται ξάπλα μέχρι το μεσημέρι»)
5. φρ. «ρίχνω ξάπλες» — ξαπλώνω, τεμπελιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξαπλώνω (πρβλ. μασώ: μάσα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξάπλα — η 1. αναπαυτικό, τεμπέλικο ξάπλωμα. 2. χαρακτηριστικό σημάδι οκνηρίας: Το έριξε στην ξάπλα και δε δουλεύει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άρω — [ΕΤΥΜΟΛ. Ξενικής προελεύσεως κατάληξη ρημάτων της νέας Ελληνικής, που δηλώνουν κυρίως ενέργεια ή σπανιότερα κατάσταση. Το ληκτικό μόρφημα άρω, που εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη, απαντά σε νεοελληνικά ρήματα ιταλικής προελεύσεως (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ξαπλωσιά — η [ξαπλώνω] ξάπλωμα, ξάπλα, κατάκλιση …   Dictionary of Greek

  • ξαπλωταριό — το 1. ξάπλα, ξάπλωμα, κατάκλιση 2. τόπος όπου ξαπλώνει κάποιος, χώρος κατάκλισης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαπλωτός + κατάλ. αριό (πρβλ. ασκητ αριό)] …   Dictionary of Greek

  • ξαπλωτός — ή, ό [ξαπλώνω] ξαπλωμένος, πλαγιασμένος, πλαγιαστός. επίρρ... ξαπλωτά ξάπλα, σε κατάκλιση …   Dictionary of Greek

  • αραλίκι — το (λ. τουρκ.) 1. η ξάπλα, η «λούφα». 2. χαραμάδα, ευκαιρία, ευρυχωρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”