- ξάπλα
- η1. νωχελική αναπαυτική κατάκλιση2. ανάπαυση, ξεκούραση («με μάσες και ξάπλες περνάει όλη τη μέρα της»)3. διάθεση, συνήθεια για ανάπαυση, για αδράνεια4. (ως επίρρ.) σε κατάκλιση, ξαπλωτά («κάθεται ξάπλα μέχρι το μεσημέρι»)5. φρ. «ρίχνω ξάπλες» — ξαπλώνω, τεμπελιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξαπλώνω (πρβλ. μασώ: μάσα)].
Dictionary of Greek. 2013.